- φρονοῦσαν
- φρονέωto be mindedpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
моудрьствовати — МОУДРЬСТВ|ОВАТИ (134), ОУЮ, ОУ ѤТЬ гл. Рассуждать, размышлять: въ медɤ не мѹжѧи сѧ ни мѹдрьствѹи. мъногы бо медъ погѹби. Изб 1076, 268 об.; приѥмлѥмъ. дающиихъ написаниѥ. и проклинающиихъ всю ересь. не мѹдрьствѹющюю ˫ако же мѹдрьствѹѥть ст҃а˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek